- ἀνθρωποειδοῦς
- ἀνθρωποειδήςlike a manmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
εξελιξιαρχία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από μία μορφή ζωής σε μία άλλη ερμηνεύει την υπόσταση τόσο της υλικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Η άποψη για την εξελικτική υφή των όντων, που γνώρισε μεγάλη απήχηση κατά τον 19o αι … Dictionary of Greek
ουρακοτάγκος — και ορακουτάγκος και ουραγκοτάγγος και οραγκουτάγκος και ο ραγγουτάγγος και οραγκουτάνος, ο είδος μεγαλόσωμου ανθρωποειδούς πιθήκου που ζει αποκλειστικά στα δάση τής νήσου Βόρνεο και τμήματος τής Σουμάτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλαισ. oranghutan… … Dictionary of Greek
χιμπατζής — (pαn troglodytes). Κατάρρινος πίθηκος της οικογένειας των ανθρωπόμορφων. Όρθιος έχει ύψος περίπου 1,50 μ. ο αρσενικός και 1,25 ο θηλυκός. Έχει μεγάλο κεφάλι, ανεπτυγμένο, σε σχέση με το κρανίο, το μπροστινό τμήμα του προσώπου, μικρά μάτια με… … Dictionary of Greek
ζινζάνθρωπος — (zinzanthropus). Ονομασία ανθρωποειδούς. Υπολείμματα του σκελετού του βρέθηκαν από τον Λίκι, ο οποίος αφιέρωσε 35 χρόνια σε ανασκαφές, σκάβοντας και εξετάζοντας απολιθώματα μαζί με τη σύζυγό του. Οι περισσότερες προσπάθειές τους είχαν επίκεντρο… … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek
Λαρτέ, Εντουάρ — (Éduard Lartet, 1801 – 1871). Γάλλος γεωλόγος. Διετέλεσε πρόεδρος της Γεωλογικής Εταιρείας της Γαλλίας από το 1867 μέχρι τον θάνατό του. Ασχολήθηκε με την εξερεύνηση των σπηλαίων και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παλαιοντολογία. Οι παλαιοντολογικές … Dictionary of Greek
Λίκι, Λούις — (Louis Seymour Bazett Leakey, Κένυα 1903 – 1972). Βρετανός ανθρωπολόγος και αρχαιολόγος. Γεννήθηκε στην Κένυα, από Βρετανούς γονείς, εξερευνητές και μελετητές της φυλής Κικούγιου. Σε ηλικία 13 ετών χρίστηκε μέλος της φυλής Κικούγιου. Ξεκίνησε… … Dictionary of Greek
παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… … Dictionary of Greek
Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… … Dictionary of Greek